- κακοχρονίζω
- κακοχρόνισα, κακοχρονισμένος, καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά: Μη με κακοχρονίζεις και σου υπόσχομαι πως θα διορθωθώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοχρονίζω — καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά, να τού τύχουν βάσανα και συμφορές ή και να πεθάνει … Dictionary of Greek
κακοχρόνι(α)σμα — το το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω] … Dictionary of Greek